-
1 ἀμελής
A careless, negligent, Ar.Lys. 882, X.Mem.2.6.19;φιλοπότης τε κἀμελής Eup.208
;ἀργὸς.. καὶ ἀ. Pl.R. 421d
, etc. Adv.- λῶς
carelessly,Th.
6.100: [comp] Comp.- έστερον Id.2.11
;- εστέρως Aen.Tact. 26.8
.2 c. gen., careless of.., Pl.Sph. 225d, etc.;περί τινα Isoc. 19.32
. Adv., ;ἀμελῶς ἔχειν πρός τι X.Oec.2.7
;περὶ θεούς Id.Cyr.1.2.7
.II [voice] Pass., uncared for, unheeded,οὐδενὶ τούτων ἀ. X.HG6.5.41
, cf. D.50.15; οὐκ ἀμελὲς γεγένηταί μοι, c. inf., I have taken pains to.., Luc.Dips.9.------------------------------------
См. также в других словарях:
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek